- ὀκτώβολοι
- ὀκτώ-βολοι, οἱ,A eight obols, IG5(1).1433 ([place name] Messene) ; also ἁ ὀκτώβολος εἰσφορά tax of eight obols per mina, ib.1432.3(i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτώβολος — ὀκτώβολος, ον (Α) 1. (συν. για φόρο, εισφορά) αυτός που αποτελείται από οκτώ οβολούς 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὀκτώβολοι οκτώ οβολοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + ὀβολός (πρβλ. τετρ ώβολος). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek